Abbie Gale - Danko video free download


7,067
Duration: 04:33
Uploaded: 2010/05/20

From album "2", the greek band that matters.

http://www.myspace.com/abbiegale

Lyrics:

Unset time. Unset place.

Not necessarily a spot in history.

The darkest time of humanity.

The darkest season of earth.

Nothing grows. Nothing evolves.

Darkness covers almost all land.

Unknown if there are any plants or animals

Cause they cannot be seen.

And right in the middle of dark

a small place where humans live

or something that reminds of living.

They live in fear, dream of fear they give birth to fear.

No hope in their aching hearts.

No smile on their broken faces.

And this goes on and on for years and years and years

And as they fear more and they lose hope

the dark comes closer and closer.

They never touch it, never enter it.

Until they day that Danko is born.

His parents do not differ from other members

of the tribe, oh but Danko does.

He Hopes. And Fears. But still Hopes.

And he grows up.And the little boy becomes a man.

And he gets sick of fear.

He gets bored of not exploring.

Not the dark but his heart. His Burning Heart.

And day after day frightened people

listen to a man called Danko forcing them to move.

Everyone thinks its madness.

But Danko is very serious.

He never seems to fear, never seems to regret.

And some day more and more live off his hope.

And begin to move.

They take sticks on fire and they have Danko ahead.

Everyone is moving now. Moving into the dark.

Danko is always ahead, shouting to go on.

And now the dark gets deeper.

Its aching to move now. Feet heavy.

Hearts beating fast. But not Dankos.

Sometimes he turns back to them and they see his face,

listen to his words.

Probably they fear Danko more than they fear dark.

And they go on and on.

Light spreads in the heart of black fog.

But dark now plays its dirtiest tricks

and hearts begin to freeze.

And more and more are screaming to go back.

Things get out of control.

No order in the moving tribe now.

They start to blame him.

But Danko will not step back, even now

He rips off his own heart from his wonderful chest.

Bleeding he holds it up and everyone sees

the most hopeful light they had ever seen.

Dankos Burning Heart gives them hope.

And they go on really fast. No one screams now.

Danko is bleeding. The world starts to fade away.

He looks to his heart and still feels close to it.

His pace is steady. His heart is burning, leading the way.

And after a while Dark begins to scatter and dawn comes.

A bright reddish Dawn, the first one in centuries.

Everyone is cheering now. Everyone hopes.

And they are so happy they cannot see

A young mans dead body lying among them

Beside a Heart thats still burning its last sparkles.

Comments

10 years ago

siss400

Τον πιό παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Γιά πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι. Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιό νέοι, πιό βάρβαροι, πιό δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα.Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθήσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.Δυό δρόμοι ανοίγονται γιά μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιό σφιχτά πλησίαζαν τόνα το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιό πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα.Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γένησαν τη Φρίκη.Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από το Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουνε τη λευτεριά τους. Και είπε ο Ντάνκο:-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θάχει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος.Εμπρός λοιπόν!Οδήγησέ μας, με μιά φωνη είπανε όλοι.Και ξεκινήσαν. Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πυκνώναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν γιά τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει. Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιό μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντάνκο περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιό λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει γιά χίλιους».Τσάκισαν και έχασαν το θάρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο.-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες!-Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιό πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα.Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου.«Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι.Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό έτσι ζωηρά φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γένησε στη φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’τη Βροντή πιό δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.-Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας τη Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε τη Μοίρα των Ανθρώπων.Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούησε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γεναιότητα, το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε.Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα.Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς πού πεσε κάτω. Και μόνο η γεναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε γιά πάντα.

13 years ago

MrPzhamz

@irene81t den ta vlepo alla einai ta monadika pou den fainodai, opote kserw kathe fora ti einai :***

13 years ago

irene81t

★ :) (asteraki einai....mallon den tha to deis)

Related Videos